- επιδεμνιος
- ἐπιδέμνιοςἐπι-δέμνιος2находящийся на ложе
ἐ. ὡς πέσοιμ΄ εἰς εὐνάν Eur. — когда я бросился на свою постель
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐ. ὡς πέσοιμ΄ εἰς εὐνάν Eur. — когда я бросился на свою постель
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδέμνιος — ἐπιδέμνιος, ον (Α) αυτός που ξαπλώνει στο κρεβάτι ή στα κλινοσκεπάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέμνιον «κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
ἐπιδέμνιος — on the bed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)